- όρκη
- (I)και όρκα, ηζωολ. κοινή ονομασία μεγάλου κήτους τού είδους όρκινος με μήκος πάνω από εννέα μέτρα, αρπακτικό και αδηφάγο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. orca (< λατ. orca «είδος κήτους»)].————————(II)ὅρκη, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) ὄψις.
Dictionary of Greek. 2013.